- ολιγοστιχία
- η (ΑΜ ὀλιγοστιχία, Α ιων. τ. ὀλιγοστιχίη) [ολιγόστιχος]το να αποτελείται κάτι από λίγους στίχους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγοστιχίην — ὀλιγοστιχία the consisting of few lines fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)